- κατηπιόωντο
- κατηπιάωassuageimperf ind mp 3rd pl (epic)κατηπιάωassuageimperf ind mp 3rd pl (epic)κατηπιάωassuageimperf ind mp 3rd pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατηπιώμαι — κατηπιώμαι, άομαι (Α) (το ενεργ. άχρ.) καταπραΰνομαι, καθησυχάζομαι («ὀδύναι δὲ κατηπιόωντο βαρεῑαι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ηπιῶμαι (< ἤπιος), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] … Dictionary of Greek